- ἐμπίλια
- ἐμπίλια [πῑ], τά, ([etym.] πῖλος)A felt shoes, Charis.p.552 K.; bandage for horses' legs, Hsch.s.v. νακτά.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμπίλια — felt shoes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… … Dictionary of Greek